bugliolo

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

bugliolo < bollire < λατινική bullio < bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *vhal-

Προφορά

ΔΦΑ : /buʎˈʎɔ.lo/

Ουσιαστικό

bugliolo (it) αρσενικό (πληθυντικός: buglioli)

  1. (ναυτικός όρος) κουβάς (συνήθως ξύλινος με σχοινί, με τον οποίον αδειάζουν τα νερά από ένα πλεούμενο)
  2. κάδος
  3. κομοδίνο
  4. ουροδοχείο φυλακισμένων

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.