bugliolo
Ιταλικά (it)
Προφορά
- ΔΦΑ : /buʎˈʎɔ.lo/
Ουσιαστικό
bugliolo (it) αρσενικό (πληθυντικός: buglioli)
- (ναυτικός όρος) κουβάς (συνήθως ξύλινος με σχοινί, με τον οποίον αδειάζουν τα νερά από ένα πλεούμενο)
- κάδος
- κομοδίνο
- ουροδοχείο φυλακισμένων
- → δείτε τη λέξη μπουγέλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.