σπιν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπιν < αγγλική spin

Ουσιαστικό

σπιν ουδέτερο άκλιτο

  • (φυσική) Στην κβαντική μηχανική και την σωματιδιακή φυσική, η ιδιοστροφορμή (ή σπιν) είναι μια εσωτερική κβαντισμένη ιδιότητα (διαφορετική της στροφορμής) που φέρουν τα στοιχειώδη σωματίδια, τα σύνθετα σωματίδια (αδρόνια), και οι ατομικοί πυρήνες [ κβαντομηχανική ιδιότητα των σωματιδίων ].

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.