μικροαντικείμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικροαντικείμενο | τα | μικροαντικείμενα |
| γενική | του | μικροαντικείμενου & μικροαντικειμένου |
των | μικροαντικείμενων & μικροαντικειμένων |
| αιτιατική | το | μικροαντικείμενο | τα | μικροαντικείμενα |
| κλητική | μικροαντικείμενο | μικροαντικείμενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροαντικείμενο < μικρο- + αντικείμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.