μπινελίκια
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μπινελίκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
- (μεταφορικά) ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.