μπετόβλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπετόβλακας | οι | μπετόβλακες |
| γενική | του | μπετόβλακα | των | μπετόβλακων |
| αιτιατική | τον | μπετόβλακα | τους | μπετόβλακες |
| κλητική | μπετόβλακα | μπετόβλακες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπετόβλακας αρσενικό
Μεταφράσεις
μπετόβλακας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.