στούρνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στούρνος οι στούρνοι
      γενική του στούρνου των στούρνων
    αιτιατική τον στούρνο τους στούρνους
     κλητική στούρνε στούρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στούρνος < στουρνάρι

Ουσιαστικό

στούρνος αρσενικό

  1. είδος πτηνού, που ανήκει στην οικογένεια των στουρνίδων
  2. μεγάλη πέτρα σκληρή και αιχμηρή
  3. (μεταφορικά) κακός μαθητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.