μπετατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπετατζής | οι | μπετατζήδες |
| γενική | του | μπετατζή | των | μπετατζήδων |
| αιτιατική | τον | μπετατζή | τους | μπετατζήδες |
| κλητική | μπετατζή | μπετατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ουσιαστικό
μπετατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ειδικευμένος εργάτης οικοδόμος στη κατασκευή, ρίψη και στρώση του μπετού, είτε χειρωνακτικά είτε με μηχανικά μέσα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.