μπερμπαντάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπερμπαντάκος | οι | μπερμπαντάκοι |
| γενική | του | μπερμπαντάκου | των | μπερμπαντάκων |
| αιτιατική | τον | μπερμπαντάκο | τους | μπερμπαντάκους |
| κλητική | μπερμπαντάκο | μπερμπαντάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπερμπαντάκος < μπερμπάντ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
μπερμπαντάκος αρσενικό
- (οικείο) μπερμπάντης
- ↪ Α! πονηρούτσικε μπερμπαντάκο, με τι γυναικοδουλειές έμπλεξες πάλι;
Μεταφράσεις
μπερμπαντάκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.