μπερμπάντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπερμπάντης | οι | μπερμπάντηδες |
| γενική | του | μπερμπάντη | των | μπερμπάντηδων |
| αιτιατική | τον | μπερμπάντη | τους | μπερμπάντηδες |
| κλητική | μπερμπάντη | μπερμπάντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπερμπάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική birbante (απατεώνας)
Ουσιαστικό
μπερμπάντης αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.