μπερεκέτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπερεκέτι τα μπερεκέτια
      γενική του μπερεκετιού των μπερεκετιών
    αιτιατική το μπερεκέτι τα μπερεκέτια
     κλητική μπερεκέτι μπερεκέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπερεκέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bereket ("αφθονία αγαθών, ευλογία, πλούτος") < αραβική بركة (barakat, "ευλογία")

Ουσιαστικό

μπερεκέτι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.