μπερδεψοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπερδεψοδουλειά οι μπερδεψοδουλειές
      γενική της μπερδεψοδουλειάς των μπερδεψοδουλειών
    αιτιατική την μπερδεψοδουλειά τις μπερδεψοδουλειές
     κλητική μπερδεψοδουλειά μπερδεψοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπερδεψοδουλειά < μπέρδεμα + δουλειά

Ουσιαστικό

μπερδεψοδουλειά θηλυκό

  1. μπερδεμένη δουλειά
  2. ύποπτη επιχείρηση, κατ΄ επέκταση η παρανομία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.