μπεντένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπεντένι | τα | μπεντένια |
| γενική | του | μπεντενιού | των | μπεντενιών |
| αιτιατική | το | μπεντένι | τα | μπεντένια |
| κλητική | μπεντένι | μπεντένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπεντένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική beden < αραβική بدن (bádan, σώμα)
Ουσιαστικό
μπεντένι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (στρατιωτικός όρος) έπαλξη, πολεμίστρα
- Από τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, / κι η αγάπη μου φωνάζει: «πιάστε τον, για το Θεό!» (από παραδοσιακό μικρασιατικό τραγούδι)
- (ναυτικός όρος) η καμπή του διπλωμένου στη μέση σχοινιού που φέρεται πλέον ως άκρη
- με μπεντένια προσδένονται σε προβλήτες κυρίως σκάφη άμεσης ετοιμότητας απόπλου, όπου το λύσιμο των κάβων γίνεται από το κατάστρωμα, χωρίς παρέμβαση ή βοήθεια από την ξηρά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.