μπεντένι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπεντένι τα μπεντένια
      γενική του μπεντενιού των μπεντενιών
    αιτιατική το μπεντένι τα μπεντένια
     κλητική μπεντένι μπεντένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπεντένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική beden < αραβική بدن (bádan, σώμα)

Ουσιαστικό

μπεντένι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) (στρατιωτικός όρος) έπαλξη, πολεμίστρα
    Από τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, / κι η αγάπη μου φωνάζει: «πιάστε τον, για το Θεό!» (από παραδοσιακό μικρασιατικό τραγούδι)
  2. (ναυτικός όρος) η καμπή του διπλωμένου στη μέση σχοινιού που φέρεται πλέον ως άκρη
    με μπεντένια προσδένονται σε προβλήτες κυρίως σκάφη άμεσης ετοιμότητας απόπλου, όπου το λύσιμο των κάβων γίνεται από το κατάστρωμα, χωρίς παρέμβαση ή βοήθεια από την ξηρά.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.