μπελαλίδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπελαλίδικος η μπελαλίδικη το μπελαλίδικο
      γενική του μπελαλίδικου της μπελαλίδικης του μπελαλίδικου
    αιτιατική τον μπελαλίδικο την μπελαλίδικη το μπελαλίδικο
     κλητική μπελαλίδικε μπελαλίδικη μπελαλίδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπελαλίδικοι οι μπελαλίδικες τα μπελαλίδικα
      γενική των μπελαλίδικων των μπελαλίδικων των μπελαλίδικων
    αιτιατική τους μπελαλίδικους τις μπελαλίδικες τα μπελαλίδικα
     κλητική μπελαλίδικοι μπελαλίδικες μπελαλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μπελαλίδικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μπελαλίδικος, -η, -ο

  1. για κουραστική εργασία ή μαστόρεμα
  2. που προξενεί μπελάδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.