μπατζανάκαινα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατζανάκαινα οι μπατζανάκαινες
      γενική της μπατζανάκαινας των μπατζανακαινών
    αιτιατική την μπατζανάκαινα τις μπατζανάκαινες
     κλητική μπατζανάκαινα μπατζανάκαινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπατζανάκαινα < μπατζανάκ(ης) + -αινα

Ουσιαστικό

μπατζανάκαινα και μπατζανάκισσα θηλυκό

  1. (οικογένεια) η σύζυγος του αδερφού του συζύγου
  2. (οικογένεια) η σύζυγος του αδερφού της συζύγου

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.