μπαστουνάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαστουνάκι τα μπαστουνάκια
      γενική
    αιτιατική το μπαστουνάκι τα μπαστουνάκια
     κλητική μπαστουνάκι μπαστουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαστουνάκι < υποκοριστικό του μπαστούνι

Ουσιαστικό

μπαστουνάκι ουδέτερο

  1. μικρό μπαστούνι
  2. τρόφιμα (συνήθως μπαχαρικά ή αρωματικά) σε μορφή μπαστουνιού (μπαστουνάκι κανέλας, μπαστουνάκι βανίλιας, κλπ)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.