μπαρούφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαρούφα | οι | μπαρούφες |
| γενική | της | μπαρούφας | — | |
| αιτιατική | την | μπαρούφα | τις | μπαρούφες |
| κλητική | μπαρούφα | μπαρούφες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπαρούφα < ιταλική baruffa < πρωτογερμανική *biraupijaną
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈɾu.fa/
Ουσιαστικό
μπαρούφα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.