μπαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαράκι τα μπαράκια
      γενική
    αιτιατική το μπαράκι τα μπαράκια
     κλητική μπαράκι μπαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαράκι < μπαρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

μπαράκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μπαρ
  2. (οικείο) μπαρ
    πάμε το βράδυ σε κανένα μπαράκι;

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπαρ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.