μπαξεδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαξεδάκι | τα | μπαξεδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μπαξεδάκι | τα | μπαξεδάκια |
| κλητική | μπαξεδάκι | μπαξεδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- κηπαλάκι (κρητική διάλεκτος)
- μποστανάκι
- περβολάκι
Μεταφράσεις
μπαξεδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.