μπαντιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαντιέρα οι μπαντιέρες
      γενική της μπαντιέρας
    αιτιατική την μπαντιέρα τις μπαντιέρες
     κλητική μπαντιέρα μπαντιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαντιέρα < ιταλική bandiera < banda < φραγκικά *binda ‎(συνδέω, ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- ‎(δένω)

Ουσιαστικό

μπαντιέρα θηλυκό

  • άλλη μορφή του παντιέρα
    1. σημαία που υψώνεται ως ιδιαίτερο διακριτικό παρουσίας
    2. (ναυτικός όρος): πάνινο διακριτικό σήμα διοίκησης ή ανεξάρτητης δράσης ή πλεύσης πλοίου
      στην ελληνική επανάσταση του 1821 τα νησιά Ύδρα Σπέτσες και Ψαρά ύψωσαν δικές τους σημαίες τις οποίες έφεραν και τα πλοία των στόλων τους, αυτές χαρακτηρίστηκαν από τους Οθωμανούς ως σημαίες ανταρσίας με συνέπεια ο όρος να ταυτίζεται με επαναστατική δράση
      σήκωσε μπαντιέρα (= επαναστάτησε, ή ανεξαρτητοποιήθηκε)

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • διαβολομπαντιέρα
  • καπεταν-μπαντιέρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.