μπανανιά
Νέα ελληνικά (el)

μεγάλα φύλλα και ανώριμοι καρποί μιας μπανανιάς
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπανανιά | οι | μπανανιές |
| γενική | της | μπανανιάς | των | μπανανιών |
| αιτιατική | την | μπανανιά | τις | μπανανιές |
| κλητική | μπανανιά | μπανανιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπανανιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπανανιά θηλυκό
-
μπανανιά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.