μπακαράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπακαράς | οι | μπακαράδες |
| γενική | του | μπακαρά | των | μπακαράδων |
| αιτιατική | τον | μπακαρά | τους | μπακαράδες |
| κλητική | μπακαρά | μπακαράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπακαράς < (άμεσο δάνειο) γαλλική baccara + -ς [1] Συγκρίνετε με το άκλιτο ουδέτερο μπακαρά.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.kaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κα‐ράς
Ουσιαστικό
μπακαράς αρσενικό
- (χαρτοπαίγνιο) τυχερό χαρτοπαίγνιο
- άλλες μορφές: μπακαρά (άκλιτο, λογιότερο)
-
baccara στην αγγλική Βικιπαίδεια

- σεμέν ντε φερ
Αναφορές
- μπακαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.