μπαΐρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαΐρι τα μπαΐρια
      γενική του μπαϊριού των μπαϊριών
    αιτιατική το μπαΐρι τα μπαΐρια
     κλητική μπαΐρι μπαΐρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαΐρι < τουρκική bayir

Ουσιαστικό

μπαΐρι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) η πλαγιά (ενός βουνού ή λόφου)
  2. (κατ’ επέκταση) χωράφι άγονο ή ακαλλιέργητο

Εκφράσεις

  • μπαΐρι το κεφάλι: για άνθρωπο απερίσκεπτο που δεν σκέφτεται πολλά ή δεν τον νοιάζουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.