μπαΐρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαΐρι | τα | μπαΐρια |
| γενική | του | μπαϊριού | των | μπαϊριών |
| αιτιατική | το | μπαΐρι | τα | μπαΐρια |
| κλητική | μπαΐρι | μπαΐρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπαΐρι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η πλαγιά (ενός βουνού ή λόφου)
- (κατ’ επέκταση) χωράφι άγονο ή ακαλλιέργητο
Εκφράσεις
- μπαΐρι το κεφάλι: για άνθρωπο απερίσκεπτο που δεν σκέφτεται πολλά ή δεν τον νοιάζουν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.