μπάμπαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάμπαλο τα μπάμπαλα
      γενική του μπάμπαλου των μπάμπαλων
    αιτιατική το μπάμπαλο τα μπάμπαλα
     κλητική μπάμπαλο μπάμπαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάμπαλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπάμπαλο ουδέτερο

  1. κουρέλι
  2. κομματάκι από σχισμένο ξύλο με αιχμηρές άκρες
  3. (μεταφορικά) ανόητος άνθρωπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.