μουσειογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσειογραφικός η μουσειογραφική το μουσειογραφικό
      γενική του μουσειογραφικού της μουσειογραφικής του μουσειογραφικού
    αιτιατική τον μουσειογραφικό τη μουσειογραφική το μουσειογραφικό
     κλητική μουσειογραφικέ μουσειογραφική μουσειογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσειογραφικοί οι μουσειογραφικές τα μουσειογραφικά
      γενική των μουσειογραφικών των μουσειογραφικών των μουσειογραφικών
    αιτιατική τους μουσειογραφικούς τις μουσειογραφικές τα μουσειογραφικά
     κλητική μουσειογραφικοί μουσειογραφικές μουσειογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μουσειογραφικός < μουσειογραφ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mu.si.o.ɣɾa.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουσειογραφικός

Επίθετο

μουσειογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.