μοσχόμαγκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοσχόμαγκας οι μοσχόμαγκες
      γενική του μοσχόμαγκα των μοσχόμαγκων
    αιτιατική τον μοσχόμαγκα τους μοσχόμαγκες
     κλητική μοσχόμαγκα μοσχόμαγκες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοσχόμαγκας < Μόσχος + -ο- + μάγκας[1]

Ουσιαστικό

μοσχόμαγκας αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. από το όνομα αλήτη του Ναυπλίου, νταή και φανατικού οπαδού του Ιωάννη Κωλέττη· Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.