μοσχόμαγκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοσχόμαγκας | οι | μοσχόμαγκες |
| γενική | του | μοσχόμαγκα | των | μοσχόμαγκων |
| αιτιατική | τον | μοσχόμαγκα | τους | μοσχόμαγκες |
| κλητική | μοσχόμαγκα | μοσχόμαγκες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μοσχόμαγκας αρσενικό
- (αργκό, λαϊκότροπο) αλήτης με μάγκικη συμπεριφορά που δημιουργεί ταραχές
Μεταφράσεις
- από το όνομα αλήτη του Ναυπλίου, νταή και φανατικού οπαδού του Ιωάννη Κωλέττη· Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.