μορφίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφίνη οι μορφίνες
      γενική της μορφίνης των μορφινών
    αιτιατική τη μορφίνη τις μορφίνες
     κλητική μορφίνη μορφίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μορφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική morphine < Morph(ée) < λατινικά Morpheus (αλληγορική ανθρωπόμορφη θεότητα του ύπνου στον Οβίδιο) < ελληνιστική κοινή Μορφεύς + -ine < -ίνη[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /moɾˈfi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορφίνη

Ουσιαστικό

μορφίνη θηλυκό

  • (ιατρική, φαρμακευτική) λευκή κρυσταλλική αλκαλική υπνωτική ουσία, που παράγεται από το όπιο και χρησιμοποιείται ως παυσίπονο ή ναρκωτικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.