μορφίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μορφίνη | οι | μορφίνες |
| γενική | της | μορφίνης | των | μορφινών |
| αιτιατική | τη | μορφίνη | τις | μορφίνες |
| κλητική | μορφίνη | μορφίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική morphine < Morph(ée) < λατινικά Morpheus (αλληγορική ανθρωπόμορφη θεότητα του ύπνου στον Οβίδιο) < ελληνιστική κοινή Μορφεύς + -ine < -ίνη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /moɾˈfi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φί‐νη
Ουσιαστικό
μορφίνη θηλυκό
Συγγενικά
- μορφινισμός
- μορφινομανής
- μορφινομανία
- → δείτε τις λέξεις Μορφέας και μορφή
Αναφορές
- μορφίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.