μονύελος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονύελος οι μονύελοι
      γενική του μονύελου
& μονυέλου
των μονύελων
& μονυέλων
    αιτιατική τον μονύελο τους μονύελους
& μονυέλους
     κλητική μονύελε μονύελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονύελος < μονο- + ύελος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monocle)

Ουσιαστικό

μονύελος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.