μονόκλ
Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μονόκλ ουδέτερο άκλιτο
- ειδικός φακός για τη διόρθωση προβλημάτων όρασης που φοριέται στο ένα μάτι, συνήθως χωρίς άλλη υποστήριξη
Μεταφράσεις
- μονόκλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.