μονοχρωμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοχρωμικός | η | μονοχρωμική | το | μονοχρωμικό |
| γενική | του | μονοχρωμικού | της | μονοχρωμικής | του | μονοχρωμικού |
| αιτιατική | τον | μονοχρωμικό | τη | μονοχρωμική | το | μονοχρωμικό |
| κλητική | μονοχρωμικέ | μονοχρωμική | μονοχρωμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοχρωμικοί | οι | μονοχρωμικές | τα | μονοχρωμικά |
| γενική | των | μονοχρωμικών | των | μονοχρωμικών | των | μονοχρωμικών |
| αιτιατική | τους | μονοχρωμικούς | τις | μονοχρωμικές | τα | μονοχρωμικά |
| κλητική | μονοχρωμικοί | μονοχρωμικές | μονοχρωμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονοχρωμικός < μονοχρωμία + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μονόχρωμος, μόνος και χρώμα
Πηγές
- μονοχρωμικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μονοχρωμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.