μονογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονογράφηση | οι | μονογραφήσεις |
| γενική | της | μονογράφησης* | των | μονογραφήσεων |
| αιτιατική | τη | μονογράφηση | τις | μονογραφήσεις |
| κλητική | μονογράφηση | μονογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μονογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονογράφηση < μονογραφώ
Ουσιαστικό
μονογράφηση θηλυκό
- ανεπίσημη κύρωση με την υπογραφή των αρμοδίων μιας σύμβασης, συμφωνίας κτλ. πριν από την επίσημη υπογραφή της
- προσθήκη της μονογραφής ενός αρμόδιου προσώπου σε κάποιο έγγραφο, συνήθ. ως ένδειξη αποδοχής του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.