μολαλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μολαλίκι | τα | μολαλίκια |
| γενική | του | μολαλικιού | των | μολαλικιών |
| αιτιατική | το | μολαλίκι | τα | μολαλίκια |
| κλητική | μολαλίκι | μολαλίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μολαλίκι < τουρκική mollalık < molla
Ουσιαστικό
μολαλίκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιστορία) (Τουρκοκρατία) η επικράτεια ενός μουλά
- ※ καὶ ἐπειδὴ εἶχε μάθει ὅτι ὁ Σούλτσης Κόρτσας μὲ χιλίους περίπου Τούρκους εἶχε προκαταλάβει τὰς Πόρτας, ὅπου ἦτον ἡ πιθανωτέρα διάβασις αὐτοῦ, κατέβη εἰς τὴν πεδιάδα τοῦ μολαλικίου, ὅπου δὲν ἐπιθανολογοῦσαν ποτὲ οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἦτο δυνατὸν νὰ καταβῇ, καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῶν Ἀγράφων καταδιωκόμενος καὶ ἀπὸ Τούρκους καὶ ἀπὸ Ἕλληνας. (Δημήτριος Αινιάν, Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, επιμέλεια Γιάννης Βλαχογιάννης, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Γ. Σ. Βλαστοῦ, Αθήνα ²1903, σελ. 19)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.