μνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνά οι μνές
      γενική της μνάς των μνών
    αιτιατική τη μνά τις μνές
     κλητική μνά μνές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνᾶ < σημιτικής προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmna/

Ουσιαστικό

μνα θηλυκό

  • (νόμισμα, ιστορία) αρχαία μονάδα μέτρησης της μάζας και νόμισμα που υποδιαιρείτο σε 100 δραχμές
    ένα τάλαντο είχε 60 μνες και μία μνα ισούτο με 100 αττικές δραχμές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.