mina

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mina miny
γενική miny min
δοτική minie minom
αιτιατική minę miny
οργανική miną minami
τοπική minie minach
κλητική mino miny

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmʲĩna/
 

Ουσιαστικό

mina (pl) θηλυκό

  1. η γκριμάτσα, ο μορφασμός
  2. το ύφος, η έκφραση του προσώπου
  3. η νάρκη (εκρηκτικός μηχανισμός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.