μισότρελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισότρελος | η | μισότρελη | το | μισότρελο |
| γενική | του | μισότρελου | της | μισότρελης | του | μισότρελου |
| αιτιατική | τον | μισότρελο | τη | μισότρελη | το | μισότρελο |
| κλητική | μισότρελε | μισότρελη | μισότρελο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισότρελοι | οι | μισότρελες | τα | μισότρελα |
| γενική | των | μισότρελων | των | μισότρελων | των | μισότρελων |
| αιτιατική | τους | μισότρελους | τις | μισότρελες | τα | μισότρελα |
| κλητική | μισότρελοι | μισότρελες | μισότρελα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μισότρελος, -η, -ο
- σχεδόν τρελός, ημιπαράφρων
- ※ 0 Π. Φυσσούν στο ρόλο του διακεκριμένου γιατρού που ζει μια αδιέξοδη σχέση με τη μισότρελη γυναίκα του (Ελληνικός κινηματογράφος: 1971-2005, Άγγελος Ρουβάς, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σελ. 277)
Μεταφράσεις
μισότρελος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.