μισονεϊστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισονεϊστικός | η | μισονεϊστική | το | μισονεϊστικό |
| γενική | του | μισονεϊστικού | της | μισονεϊστικής | του | μισονεϊστικού |
| αιτιατική | τον | μισονεϊστικό | τη | μισονεϊστική | το | μισονεϊστικό |
| κλητική | μισονεϊστικέ | μισονεϊστική | μισονεϊστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισονεϊστικοί | οι | μισονεϊστικές | τα | μισονεϊστικά |
| γενική | των | μισονεϊστικών | των | μισονεϊστικών | των | μισονεϊστικών |
| αιτιατική | τους | μισονεϊστικούς | τις | μισονεϊστικές | τα | μισονεϊστικά |
| κλητική | μισονεϊστικοί | μισονεϊστικές | μισονεϊστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισονεϊστικός < μισονεϊστής + -ικός
Επίθετο
μισονεϊστικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον μισονεϊσμό ή τον μισονεϊστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
μισονεϊστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.