μισθωτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μισθωτήριον | τὰ | μισθωτήριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μισθωτηρίου | τῶν | μισθωτηρίων | ||||
| δοτική | τῷ | μισθωτηρίῳ | τοῖς | μισθωτηρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μισθωτήριον | τὰ | μισθωτήριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μισθωτήριον | μισθωτήριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθωτηρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μισθωτηρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μισθωτήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μισθω(τής) + -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: μισθωτήριο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
μισθωτήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- τόπος προσλήψης μισθωτών εργατών
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ο
- <ὄψ' ἦλθες, ἀλλ' εἰς τὸν Κολωνὸν ἵεσο> ἐπὶ τῶν μισθωτῶν ἔλεγον. τοὺς ἐπὶ τὸ ἔργον ἐλθόντας ὀψέ, ἀπέλυον πάλιν εἰς τὸ μισθωτήριον· τὸ δὲ ἦν ἐν Κολωνῷ
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέταλλον
Πηγές
- μισθωτήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- s.v. μισθός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.