μισθωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μισθωτήριο | τα | μισθωτήρια |
| γενική | του | μισθωτηρίου & μισθωτήριου |
των | μισθωτηρίων |
| αιτιατική | το | μισθωτήριο | τα | μισθωτήρια |
| κλητική | μισθωτήριο | μισθωτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισθωτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μισθωτήριο ουδέτερο
- μίσθωση του ακινήτου ή κυριότητα όπου αναγράφεται η ισχύς του μισθίου και η χρήση του και πρέπει επίσης να είναι επικυρωμένο από την αρμόδια τοπική εφορία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.