μικρό όνομα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικρό όνομα | τα | μικρά ονόματα |
| γενική | του | μικρού ονόματος | των | μικρών ονομάτων |
| αιτιατική | το | μικρό όνομα | τα | μικρά ονόματα |
| κλητική | μικρό όνομα | μικρά ονόματα | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
μικρό όνομα ουδέτερο
- το προσωπικό όνομα που δίνεται σε άνθρωπο και αναγράφεται στην ταυτότητα ως «όνομα» σε αντίθεση με το οικογενειακό όνομα ή επώνυμο. Και τα δύο μαζί είναι το ονοματεπώνυμό του.
- (για χριστιανούς:) βαφτιστικό
- Το μικρό μου όνομα είναι «Κώστας» και το επώνυμό μου είναι «Γιαννίδης»
- (για τα αρχαία ελληνικά) → δείτε όνομα, πατρωνυμικό
- Κατηγορία:Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παράρτημα:Ονόματα και επώνυμα στα ελληνικά
Μεταφράσεις
μικρό όνομα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.