μακρολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μακρολόγος | τὸ | μακρολόγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μακρολόγου | τοῦ | μακρολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μακρολόγῳ | τῷ | μακρολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μακρολόγον | τὸ | μακρολόγον | ||
| κλητική ὦ! | μακρολόγε | μακρολόγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μακρολόγοι | τὰ | μακρολόγᾰ | ||
| γενική | τῶν | μακρολόγων | τῶν | μακρολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μακρολόγοις | τοῖς | μακρολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μακρολόγους | τὰ | μακρολόγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μακρολόγοι | μακρολόγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μακρολόγω | τὼ | μακρολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μακρολόγοιν | τοῖν | μακρολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- μακρολόγως (επίρρημα)
Αναφορές
- «μακρολολογώ, μακρολογία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- μακρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.