μικροεπεξεργαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μικροεπεξεργαστής | οι | μικροεπεξεργαστές |
| γενική | του | μικροεπεξεργαστή | των | μικροεπεξεργαστών |
| αιτιατική | τον | μικροεπεξεργαστή | τους | μικροεπεξεργαστές |
| κλητική | μικροεπεξεργαστή | μικροεπεξεργαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροεπεξεργαστής < μικρο- + επεξεργαστής (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microprocessor
Ουσιαστικό
μικροεπεξεργαστής αρσενικό
- (πληροφορική) ένα εξάρτημα που περιλαμβάνει τις περισσότερες ή όλες τις λειτουργίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ενός υπολογιστή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.