μικρογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μικρογράφος | οι | μικρογράφοι |
| γενική | του/της | μικρογράφου | των | μικρογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | μικρογράφο | τους/τις | μικρογράφους |
| κλητική | μικρογράφε | μικρογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικρογράφος < μικρογραφία + -ος
Ουσιαστικό
μικρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- δημιουργός μικρογραφιών
- (αρσενικό) όργανο δημιουργίας μικρογραφιών
Μεταφράσεις
μικρογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.