μικρογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικρογράφος οι μικρογράφοι
      γενική του/της μικρογράφου των μικρογράφων
    αιτιατική τον/τη μικρογράφο τους/τις μικρογράφους
     κλητική μικρογράφε μικρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικρογράφος < μικρογραφία + -ος

Ουσιαστικό

μικρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. δημιουργός μικρογραφιών
  2. (αρσενικό) όργανο δημιουργίας μικρογραφιών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.