μικρανεψιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικρανεψιά | οι | μικρανεψιές |
| γενική | της | μικρανεψιάς | των | μικρανεψιών |
| αιτιατική | τη | μικρανεψιά | τις | μικρανεψιές |
| κλητική | μικρανεψιά | μικρανεψιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.kɾa.ne.psça/
Συγγενικά
- μικρανεψιός
- → δείτε τις λέξεις μικρός και ανεψιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.