επινόημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επινόημα | τα | επινοήματα |
| γενική | του | επινοήματος | των | επινοημάτων |
| αιτιατική | το | επινόημα | τα | επινοήματα |
| κλητική | επινόημα | επινοήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επινόημα < αρχαία ελληνική ἐπινόημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈno.i.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐νό‐η‐μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.