μητρομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μητρομηχανική | οι | μητρομηχανικές |
| γενική | της | μητρομηχανικής | των | μητρομηχανικών |
| αιτιατική | τη | μητρομηχανική | τις | μητρομηχανικές |
| κλητική | μητρομηχανική | μητρομηχανικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία el
- μητρομηχανική < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Matrizenmechanik
Ουσιαστικό
μητρομηχανική θηλυκό
- (φυσική) η αρχική σύλληψη της κβαντομηχανικής το 1925 από τους Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg), Μαξ Μπορν (Max Born) και Πάσκουαλ Γιόρνταν (Pascual Jordan)
Μεταφράσεις
μητρομηχανική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.