μητρομηχανική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρομηχανική οι μητρομηχανικές
      γενική της μητρομηχανικής των μητρομηχανικών
    αιτιατική τη μητρομηχανική τις μητρομηχανικές
     κλητική μητρομηχανική μητρομηχανικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

μητρομηχανική < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Matrizenmechanik

Ουσιαστικό

μητρομηχανική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.