μηνολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηνολόγιο | τα | μηνολόγια |
| γενική | του | μηνολογίου & μηνολόγιου |
των | μηνολογίων |
| αιτιατική | το | μηνολόγιο | τα | μηνολόγια |
| κλητική | μηνολόγιο | μηνολόγια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηνολόγιο < μεσαιωνική ελληνική μηνολόγιον < αρχαία ελληνική μηνο(ς) + + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό

μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄
μηνολόγιο ουδέτερο
- (θρησκεία) το μηναίο, εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακινήτων εορτών ενός μήνα
- (θρησκεία) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει βίους εορταζόμενων αγίων (χωρίς λειτουργικά στοιχεία), με ημερολογιακή σειρά
- (θρησκεία) πίνακας συνήθως στην αρχή εκκλησιαστικών βιβλίων όπως το Ευαγγέλιο, κατά μήνα και ημερομηνία, με τους εορτάζοντες αγίους και αναφορά στο σχετικό κείμενο του βιβλίου
-
μηνολόγιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.