μημουαπτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μημουαπτισμός | οι | μημουαπτισμοί |
| γενική | του | μημουαπτισμού | των | μημουαπτισμών |
| αιτιατική | τον | μημουαπτισμό | τους | μημουαπτισμούς |
| κλητική | μημουαπτισμέ | μημουαπτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μημουαπτισμός < μη μου άπτου + -ισμός
Μεταφράσεις
μημουαπτισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.