μηλοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μηλοπαραγωγός < μηλο- + -παραγωγός
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μηλοπαραγωγός | οι | μηλοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | μηλοπαραγωγού | των | μηλοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | μηλοπαραγωγό | τους/τις | μηλοπαραγωγούς |
| κλητική | μηλοπαραγωγέ | μηλοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
μηλοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | μηλοπαραγωγός | το | μηλοπαραγωγό | ||
| γενική | του/της | μηλοπαραγωγού | του | μηλοπαραγωγού | ||
| αιτιατική | τον/τη | μηλοπαραγωγό | το | μηλοπαραγωγό | ||
| κλητική | μηλοπαραγωγέ | μηλοπαραγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | μηλοπαραγωγοί | τα | μηλοπαραγωγά | ||
| γενική | των | μηλοπαραγωγών | των | μηλοπαραγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | μηλοπαραγωγούς | τα | μηλοπαραγωγά | ||
| κλητική | μηλοπαραγωγοί | μηλοπαραγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
μηλοπαραγωγός, -ος, -ο
- που παράγει μήλα
Μεταφράσεις
μηλοπαραγωγός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.