μηκυνσιόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηκυνσιόμετρο | τα | μηκυνσιόμετρα |
| γενική | του | μηκυνσιόμετρου & μηκυνσιομέτρου |
των | μηκυνσιόμετρων & μηκυνσιομέτρων |
| αιτιατική | το | μηκυνσιόμετρο | τα | μηκυνσιόμετρα |
| κλητική | μηκυνσιόμετρο | μηκυνσιόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μηκυνσιόμετρο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης των αλλοιώσεων ενός αντικειμένου υπό την επίδραση διαφόρων πιέσεων
Μεταφράσεις
μηκυνσιόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.