μηδενίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μηδενίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μηδενίζω
  2. θα μηδενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μηδενίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μηδενίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μηδένιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.