μετσοβέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετσοβέλα | οι | μετσοβέλες |
| γενική | της | μετσοβέλας | των | μετσοβέλων |
| αιτιατική | τη | μετσοβέλα | τις | μετσοβέλες |
| κλητική | μετσοβέλα | μετσοβέλες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετσοβέλα < Μέτσοβ(ο) + -έλα
Ουσιαστικό
μετσοβέλα θηλυκό
- (τυρί) είδος ημίσκληρου τυριού με ανάμεικτο πρόβειο, αγελαδινό και γίδινο γάλα, που παράγεται στο Μέτσοβο
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.